νομομαθής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομομαθής — ές (ΑΜ νομομαθής, ές) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που γνωρίζει καλά τους νόμους, νομοδιδάσκαλος, νομικός («Παῡλος ὁ μέγας καὶ ὀνομαστός, ὁ νομομαθής», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + μαθής (< μανθάνω), πρβλ. πραγματο μαθής] … Dictionary of Greek
νομομαθῆ — νομομαθής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νομομαθής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νομομαθής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομομαθεῖ — νομομαθής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νομομαθής masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομομαθεῖς — νομομαθής masc/fem acc pl νομομαθής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πήλικας, Σπυρίδων — Νομομαθής (Κωνσταντινούπολη 1805 – Παρίσι 1861). Όταν το 1837 ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο της Αθήνας, ο Π., διορίστηκε επίτιμος καθηγητής του Ρωμαϊκού και του Ποινικού Δικαίου. Τον επόμενο χρόνο έγινε εφέτης και στη συνέχεια έγινε αρεοπαγίτης (1840) … Dictionary of Greek
Σκαλτσούνης, Ιωάννης — Νομομαθής και λόγιος (1821 1905). Σπούδασε νομικά στην Ιόνιο σχολή της Κέρκυρας και έπειτα στην Ιταλία, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας του δίκαιου στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Ύστερα από πολύχρονη παραμονή στη Φλωρεντία, Βενετία και Τεργέστη, γύρισε … Dictionary of Greek
Στεργιάδης, Αριστείδης — Νομομαθής και πολιτικός (1861 – 1950). Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη γενέτειρά του, το Ηράκλειο της Κρήτης. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την πολιτική και το 1905 πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση στο Θέρισο.… … Dictionary of Greek
νομομαθεστέρους — νομομαθής masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομομαθοῦς — νομομαθής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)